παχύδερμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία
παχύδερμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του παχύδερμο
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
παχύδερμα
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παχύδερμο