Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παττίζω
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Δείτε επίσης
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
παττίζω
<
τουρκική
battim
Ρήμα
επεξεργασία
παττίζω
(
κυπριακά
)
χρεοκοπώ
επάττισε
που το
κουμάριν
(=το χαρτοπαίγνιο)
.
Συγγενικά
επεξεργασία
παττισμένος
Δείτε επίσης
επεξεργασία
μπατίρης
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παττίζω