Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατρονίστ < πατρόν (< γαλλική patron) + -ίστ (γαλλική -iste < λατινική -ista ή αρχαία ελληνική -ιστής), κατά τις λέξεις γαλλικής προέλευσης όπως σολίστ [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατρονίστ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία