πατρονίστ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πατρονίστ < πατρόν (< γαλλική patron) + -ίστ (γαλλική -iste < λατινική -ista ή αρχαία ελληνική -ιστής), κατά τις λέξεις γαλλικής προέλευσης όπως σολίστ [1]
Ουσιαστικό επεξεργασία
πατρονίστ αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- (επάγγελμα, ενδυμασία) που σχεδιάζει πατρόν
- άλλες μορφές: αρσενικό: πατρονίστας, θηλυκό: πατρονίστα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη πατρόν
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πατρονίστ
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πατρονίστ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας