Δείτε επίσης: πατρονία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πατρονάρισμα τα πατροναρίσματα
      γενική του πατροναρίσματος των πατροναρισμάτων
    αιτιατική το πατρονάρισμα τα πατροναρίσματα
     κλητική πατρονάρισμα πατροναρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πατρονάρισμα < πατρονάρ(ω) + -ισμα [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.tɾoˈna.ɾi.zma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐τρο‐νά‐ρι‐σμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πατρονάρισμα ουδέτερο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία