Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
πατατοκεφτές
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
πατατοκεφτ
ές
οι
πατατοκεφτ
έδες
γενική
του
πατατοκεφτ
έ
των
πατατοκεφτ
έδων
αιτιατική
τον
πατατοκεφτ
έ
τους
πατατοκεφτ
έδες
κλητική
πατατοκεφτ
έ
πατατοκεφτ
έδες
Κατηγορία
όπως «
καφές
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
πατατοκεφτές
<
πατάτα
+
κεφτές
Ουσιαστικό
επεξεργασία
πατατοκεφτές
αρσενικό
(
γαστρονομία
): κεφτές που έχει φτιαχτεί από πατάτα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
πατατοκεφτές