πασσάλωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πασσάλωμα < πασσαλώνω + -μα < ελληνιστική κοινή πασσαλόω < αρχαία ελληνική πάσσᾰλος
Ουσιαστικό επεξεργασία
πασσάλωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του πασσαλώνω
- άλλες μορφές: πασσάλωση
- (κατ’ επέκταση) ο αναλημματικός ή στερεωτικός φράχτης από πασσάλους
Μεταφράσεις επεξεργασία
πασσάλωμα
|