Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πασιέντζα οι πασιέντζες
      γενική της πασιέντζας
    αιτιατική την πασιέντζα τις πασιέντζες
     κλητική πασιέντζα πασιέντζες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πασιέντζα < → δείτε τη λέξη πασιέντσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πασιέντζα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία