Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πασατεμπάς οι πασατεμπάδες
      γενική του πασατεμπά των πασατεμπάδων
    αιτιατική τον πασατεμπά τους πασατεμπάδες
     κλητική πασατεμπά πασατεμπάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πασατεμπάς < πασατέμπ(ος) + -άς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πασατεμπάς αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία