Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πασαπόρτι τα πασαπόρτια
      γενική του πασαπορτιού των πασαπορτιών
    αιτιατική το πασαπόρτι τα πασαπόρτια
     κλητική πασαπόρτι πασαπόρτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πασαπόρτι < (άμεσο δάνειο) ιταλική passaporto < passare, (περνώ) + porto, (λιμένας)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πασαπόρτι ουδέτερο

Εκφράσεις επεξεργασία

  • δίνω πασαπόρτι (σε κάποιον): διώχνω (κάποιον)

  Μεταφράσεις επεξεργασία