Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρότρυνσις < αρχαία ελληνική παροτρύν(ω) + -σις

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρότρυνσις θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία