παρωτίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρωτίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική parotidite < parotide < αρχαία ελληνική παρά + οὖς. Αναλύεται σε παρ- + ωτ- + -ίτιδα
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρωτίτιδα θηλυκό
παρωτίτιδα θηλυκό