παρωνύμιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρωνύμιο < ελληνιστική κοινή παρωνύμιον (επώνυμο)[1] < ουδέτερο του παρωνύμιος < παρώνυμος. Συγχρονικά αναλύεται σε παρ- + -ωνύμιο. Δείτε και το αιολικό ὄνυμα (όνομα)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾoˈni.mi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρω‐νύ‐μι‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρωνύμιο ουδέτερο
- δεύτερο όνομα ενός προσώπου (συνήθως ειρωνικό ή κοροϊδευτικό)
Συγγενικά επεξεργασία
όροι της γλωσσολογίας:
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρωνύμιο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ παρωνύμιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας