Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παρωδήσει

  1. απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παρωδώ
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρωδώ
  3. θα παρωδήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρωδώ