Δείτε επίσης: παρορῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρορώ < αρχαία ελληνική παροράω

  Ρήμα επεξεργασία

παρορώ

  • παραβλέπω, αδιαφορώ, περιφρονώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία