παροικίζω
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
παροικίζω
- εγκαθίσταμαι κοντά σε κάποιους, κάτι, δίπλα σε μια περιοχή
Συγγενικά επεξεργασία
- παροίκησις (το να μένεις δίπλα σε..)
- παροικία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ίσως θέλετε να δείτε και το λήμμα παροικέω