Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παρκαδόρος οι παρκαδόροι
      γενική του παρκαδόρου των παρκαδόρων
    αιτιατική τον παρκαδόρο τους παρκαδόρους
     κλητική παρκαδόρε παρκαδόροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρκαδόρος < παρκάρω πάρκινγκ + -αδόρος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρκαδόρος αρσενικό, πληθυντικός: παρκαδόροι

  1. (επάγγελμα) ο οδηγός που γνωρίζει να παρκάρει οχήματα σε χώρους προσωρινής στάθμευσης
  2. αυτός που επιμελείται τους παραπάνω χώρους πάρκινγκ

  Μεταφράσεις επεξεργασία