Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

παρθένων

  1. γενική πληθυντικού του παρθένος
  2. γενική πληθυντικού του παρθένο

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

παρθένων θηλυκό

  1. γενική πληθυντικού του παρθένα
  2. γενική πληθυντικού του παρθένος