παρηγορήσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαπαρηγορήσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος παρηγορώ
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος παρηγορώ
- θα παρηγορήσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος παρηγορώ