Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παρεμπόδισε

  1. γ' ενικό οριστικής αορίστου του ρήματος παρεμποδίζω
  2. β' ενικό προστακτικής αορίστου του ρήματος παρεμποδίζω