παρειδωλία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παρειδωλία < λόγιο ενδογενές δάνειο: παρ- + είδωλο + -ία < pareidolia
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρειδωλία θηλυκό
- το ψυχολογικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα δυσδιάκριτο ή ασαφές εξωτερικό ερέθισμα εκλαμβάνεται εσφαλμένα ως ευκρινές και πλήρως αναγνωρίσιμο
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρειδωλία