Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρειά οι παρειές
      γενική της παρειάς των παρειών
    αιτιατική την παρειά τις παρειές
     κλητική παρειά παρειές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρειά < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρειά (< παρ-αυσ-jᾶ) < παρα- +‎ οὖς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *h₂ṓws (οὖς) < *h₂ew- (βλέπω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾiˈa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρει‐ά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρειά θηλυκό

  1. (λόγιο ανατομία) το μάγουλο
    ※  Ψιλογέλασα κιόλας κάτω από τα παπλώματα, γιατί θυμήθηκα εκείνο που είπε ο Χριστός, το «αν σας μπατσίσουν από τη μια παρειά, γυρίστε και την άλλη» και κατά κάποιον τρόπο τη στιγμή αυτή εγώ το τηρούσα. (*)
    ※  Στη νέα επιστημονική του δημοσίευση, υποστηρίζει ότι ο νεκρός στη μεγάλη τούμπα της Βεργίνας είναι ο Φίλιππος για τρεις λόγους: στη δεξιά του παρειά υπάρχουν ίχνη από τραύμα, το ένα του πόδι είναι πιο κοντό από το άλλο και τάφηκε με μία γυναίκα και όχι με δύο. (*)
  2. (μεταφορικά) πλευρικό τοίχωμα ή, γενικότερα, πλευρά σε σχήμα καμπύλης (σκεύους, πλοίου, φυσικής κοιλότητας κ.λπ.)
    ※  Τόσο η εξωτερική παρειά της λιθοδομής των ακροβάθρων όσο και οι θολίτες του κεντρικού τόξου είναι κατασκευασμένα από καλά λαξευμένους πώρινους δομόλιθους. (*)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία