παραφόρτωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραφόρτωμα < παραφορτώνω + -μα
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραφόρτωμα ουδέτερο
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του παραφορτώνω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραφόρτωμα
|
παραφόρτωμα ουδέτερο
|