Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παραφωνία οι παραφωνίες
      γενική της παραφωνίας των παραφωνιών
    αιτιατική την παραφωνία τις παραφωνίες
     κλητική παραφωνία παραφωνίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραφωνία < νεολατινική paraphonia[1] ή γαλλική paraphonie[1] < αρχαία ελληνική παρά + φωνή

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ra.foˈni.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐φω‐νί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραφωνία θηλυκό

  1. (κυριολεκτικά) το φάλτσο
  2. (μεταφορικά) ασυμφωνία

  Μεταφράσεις επεξεργασία