Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραφουσκώνω < παρα- + φουσκώνω

  Ρήμα επεξεργασία

παραφουσκώνω, παθ.φωνή παραφουσκώνομαι, μτχ. παθ. παρακ. παραφουσκωμένος

Εκφράσεις επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία