Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρατονίζω < παρα- + τονίζω

  Ρήμα επεξεργασία

παρατονίζω (παθητική φωνή: παρατονίζομαι)

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία