παρατασιούχος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pa.ɾa.ta.siˈu.xos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρα‐τα‐σι‐ού‐χος
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρατασιούχος αρσενικό ή θηλυκό
- (αργκό, παρωχημένο) συμβασιούχος εργαζόμενος που σύμβασή του έχει πάρει παράταση
Μεταφράσεις επεξεργασία
παρατασιούχος
|