παραρρέω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραρρέω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα επεξεργασία
παραρρέω ρέω κοντά σε κάτι
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραρρέω
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
παραρρέω
- ρέω δίπλα σε κάτι
- ἐς τὸν Τίγρην ποταμὸν παραρρέοντα τὴν Νίνον
- αμελώ, αποφεύγω, ξεφεύγω, περνώ απαρατήρητος, δεν μου δίνουν σημασία, παρεισφρέω, τρυπώνω, ξεγλυστρώ μέσα σε κάτι
- ※ τὸ θῆλυ, διὰ τὸ ἀσθενές... δύστακτον ὂν ἀφείθη. διὰ δὲ τούτου μεθειμένου πολλὰ ὑμῖν παρέρρει, πολὺ ἄμεινον ἂν ἔχοντα, εἰ... : το γυναικείο φύλο, για την αδυναμία του... αφέθηκε στην αρρύθμιστη αταξία του (από το νομοθέτη). Αφήνοντάς το χαλαρό, σας ξέφυγαν πολλά που θα ήταν πολύ καλύτερα αν...(Πλάτωνας, Νόμοι, βιβλίο ΣΤ 781α)
- εἴ τι ἐν τῷ τῆς ποιήσεως δρόμῳ παραρρυὲν λάθῃ
- ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἕτεροί γε λόγοι παρερρυήκασι πρὸς ὑμᾶς ψευδεῖς
- παρεκκλίνω,
- παραρρέει τῶν φρενῶν (χάνει τη λογική του)
- πέφτω, απομακρύνομαι γλιστρώντας, ξεγλιστρώ προς τα έξω,
- ἡ χιὼν ἐπιπεπτωκυῖα ὅτῳ μὴ παραρρυείη : το χιόνι που είχε πέσει εάν δεν είχε γλιστρήσει από πάνω τους
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
και τα ρήματα
Πηγές επεξεργασία
- παραρρέω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- παραρρέω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.