Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παραμόρφωσε
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ρηματικός τύπος
επεξεργασία
παραμόρφωσε
γ' ενικό
οριστικής
αορίστου του ρήματος
παραμορφώνω
β' ενικό
προστακτικής
αορίστου του ρήματος
παραμορφώνω