παραμυθολογάς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραμυθολογάς αρσενικό (θηλυκό παραμυθολογού)
- (κυριολεκτικά) που αφηγείται παραμύθια
- (μεταφορικά) που ψεύδεται
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις παραμυθολόγος, παραμύθι, παρά, μύθος και λέγω
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραμυθολογάς
|