Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο παραμυθολογάς οι παραμυθολογάδες
      γενική του παραμυθολογά των παραμυθολογάδων
    αιτιατική τον παραμυθολογά τους παραμυθολογάδες
     κλητική παραμυθολογά παραμυθολογάδες
Κατηγορία όπως «ψαράς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραμυθολογάς < παραμύθι + -ο- + -λογάς

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παραμυθολογάς αρσενικό (θηλυκό παραμυθολογού)

  1. (κυριολεκτικά) που αφηγείται παραμύθια
     συνώνυμα: παραμυθάς, παραμυθολόγος
  2. (μεταφορικά) που ψεύδεται
     συνώνυμα: ψευδολόγος, ψεύτης, παραμυθολόγος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία