παρακράτησις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παρακράτησῐς | αἱ | παρακρατήσεις |
γενική | τῆς | παρακρατήσεως | τῶν | παρακρατήσεων |
δοτική | τῇ | παρακρατήσει | ταῖς | παρακρατήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | παρακράτησῐν | τὰς | παρακρατήσεις |
κλητική ὦ! | παρακράτησῐ | παρακρατήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παρακρατήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | παρακρατησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρακράτησις θηλυκό (καθαρεύουσα)