Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρακαταθήκη οι παρακαταθήκες
      γενική της παρακαταθήκης των παρακαταθηκών
    αιτιατική την παρακαταθήκη τις παρακαταθήκες
     κλητική παρακαταθήκη παρακαταθήκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παρακαταθήκη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική παρακαταθήκη
(ποσό προς φύλαξη) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική consignation[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /pa.ɾa.ka.ta.θi.ci/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πα‐ρα‐κα‐τα‐θή‐κη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παρακαταθήκη θηλυκό

  1. η κατάθεση για φύλαξη ενός ποσού ή άλλου πράγματος σε υπηρεσία του δημοσίου
    ο δανειστής μου δεν δέχεται να του δώσω τα χρήματα που του χρωστἀω, γι'αυτό πήγα και τα κατέθεσα στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων
  2. το ποσό ή ό,τι άλλο παραδίδεται προς φύλαξη
  3. το απόθεμα εμπορευμάτων
  4. η πολύτιμη πνευματική ή άλλου είδους κληρονομιά που οφείλουμε να σεβαστούμε και να διαφυλάξουμε

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία