Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραθερίζω < παρα- + θέρος + -ίζω ((μεταφραστικό δάνειο) νέα ελληνική ξεκαλοκαιριάζω)

  Ρήμα επεξεργασία

παραθερίζω

  1. περνάω τις καλοκαιρινές μου διακοπές σε κάποιο μέρος
    φέτος είδα πολλούς ξένους να παραθερίζουν στο χωριό της
  2. (μεταφορικά) (ειρωνικό) είμαι εξόριστος

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία