παραεκκλησιαστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραεκκλησιαστικά < παραεκκλησιαστικ(ός) + -ά
Προφορά επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
παραεκκλησιαστικά
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραεκκλησιαστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
παραεκκλησιαστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του παραεκκλησιαστικός