παραδολώνιο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | παραδολώνιο | τα | παραδολώνια |
γενική | του | παραδολώνιου & παραδολωνίου |
των | παραδολώνιων & παραδολωνίων |
αιτιατική | το | παραδολώνιο | τα | παραδολώνια |
κλητική | παραδολώνιο | παραδολώνια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραδολώνιο ουδέτερο
- (ναυτικός όρος, ναυπηγικός όρος) παρίστιο ιστιοφόρου πλοίου, που τοποθετείται πλευρικά στο δολώνιο, συνεπώς φέρεται ανά ζεύγος στον πληθυντικό.
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραδολώνιο
|