παραδεκτός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραδεκτός < ελληνιστική κοινή παραδεκτός < αρχαία ελληνική παραδέχομαι < παρά + δέχομαι
Επίθετο επεξεργασία
παραδεκτός, -ή, -ό
- που τον παραδέχονται και τον αναγνωρίζουν ως σωστό, ορθό, με κύρος κ.λπ.
Άλλες μορφές επεξεργασία
Αντώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- παραδεκτά / παραδεχτά
- → δείτε τις λέξεις παραδέχομαι, παρά και δέχομαι
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραδεκτός
|