παραγοντίσκος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παραγοντίσκος < παράγοντας + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος
Ουσιαστικό επεξεργασία
παραγοντίσκος αρσενικό
- υποκοριστικό του παράγοντας· μικρός παράγοντας, πρόσωπο που έχει περιορισμένη σπουδαιότητα ως παράγοντας επιρροής ή διαμόρφωσης σε έναν χώρο
- ↪ Μην τους δίνεις σημασία, δεν είναι παρά τοπικοί παραγοντίσκοι της πολιτικής.
Σημειώσεις επεξεργασία
- συχνά λέγεται με ειρωνική διάθεση
Μεταφράσεις επεξεργασία
παραγοντίσκος
|