Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραγεμίζω < παρα- + γεμίζω

  Ρήμα επεξεργασία

παραγεμίζω, παραγιομίζω

  1. γεμίζω πάρα πολύ
  2. (μεταφορικά) προσθέτω άχρηστα στοιχεία σε κάτι
  3. (μαγειρική) βάζω τη γέμιση

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία