Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παραβγαίνω <
  1. παρα- (πολύ, υπερβολικά) + βγαίνω
  2. παρα- (δίπλα) + βγαίνω

  Ρήμα επεξεργασία

παραβγαίνω

  1. βγαίνω πολύ, κάνω πολλές εξόδους για διασκέδαση
    παραβγήκα τον τελευταίο μήνα και ξεπαραδιάστηκα
  2. συναγωνίζομαι με κάποιον
    ποιος μπορεί να του παραβγεί στα μαθηματικά;

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία