Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παρέσυραν

  1. γ' πληθυντικό οριστικής αορίστου του ρήματος παρασέρνω

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

παρέσυραν

  1. γ' πληθυντικό οριστικής παρατατικού και αορίστου του ρήματος παρασύρω