παρέμβυσμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /paˈɾeɱ.vi.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ρέμ‐βυ‐σμα
Ουσιαστικό επεξεργασία
παρέμβυσμα ουδέτερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
οτιδήποτε υπάρχει ανάμεσα από δύο πράγματα ή επιφάνειες
|