Δείτε επίσης: παράλειψις

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παράληψῐς αἱ παραλήψεις
      γενική τῆς παραλήψεως τῶν παραλήψεων
      δοτική τῇ παραλήψει ταῖς παραλήψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παράληψῐν τὰς παραλήψεις
     κλητική ! παράληψῐ παραλήψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραλήψει
γεν-δοτ τοῖν  παραληψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράληψις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παραλαμβάνω, παραληπ- + -σις > -ψις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρά- + λῆψις.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παράληψις, -εως θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

  1. η παραλαβή, η λήψη από άλλον
  2. κατάληψη πόλης

Σημειώσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία