Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

παράβυστος < αρχαία ελληνική παράβυστος < παραβύω < παρά + βύω

  Επίθετο επεξεργασία

παράβυστος, -ος, -ον



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Επίθετο επεξεργασία

παράβυστος, -ος, -ον

  1. που παραχώνεται, που στριμώχνεται ανάμεσα σε άλλους για να χωρέσει· αναφέρεται πχ σε έναν απρόσκλητο επισκέπτη ή στο κάθισμα που τοποθετείται σε μια γωνία (για να χωρέσει και αυτός)
  2. που βρίσκεται σε μια γωνία, σε μέρος απόμερο, άρα και μυστικό
    • το παράβυστον: το δικαστήριο των Ένδεκα της αρχαίας Αθήνας, που συνεδρίαζε σε μυστικό και απόμερο μέρος