Δείτε επίσης: παπυρογραφία

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παπυρολογία οι παπυρολογίες
      γενική της παπυρολογίας των παπυρολογιών
    αιτιατική την παπυρολογία τις παπυρολογίες
     κλητική παπυρολογία παπυρολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

παπυρολογία < πάπυρος + -ο- + -λογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παπυρολογία θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία