Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία

→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία επεξεργασία

παπαρίνα < (διαλεκτική) ιταλική paparina < λατινική papaver (παπαρούνα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *péh₂wr̥ (φωτιά)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παπαρίνα θηλυκό

  Πηγές επεξεργασία