Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

παπαράτσι < (άμεσο δάνειο) ιταλική paparazzi, πληθυντικός του Paparazzo, το επώνυμο του ανεξάρτητου φωτογράφου στην ταινία του Φεντερίκο Φελίνι Η Γλυκιά Ζωή ("La Dolce Vita") (1960)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

παπαράτσι αρσενικό άκλιτο

  Μεταφράσεις επεξεργασία