παντοδυναμία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- παντοδυναμία < παντοδύναμος
Ουσιαστικό επεξεργασία
παντοδυναμία θηλυκό
- η ιδιότητα του παντοδύναμου, ιδιότητα του Θεού
- η παντοδυναμία του Θεού είναι η τελευταία μας ελπίδα
- η πολύ μεγάλη ισχύς, πολιτική, κοινωνική, στρατιωτική κλπ
- η παντοδυναμία των ΗΠΑ είχε σαν αποτέλεσμα να μην αντιδράσουν άλλα κράτη της περιοχής
Μεταφράσεις επεξεργασία
παντοδυναμία