παντάναξ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
παντάναξ αρσενικό (θηλυκό: παντάνασσα)
- ο βασιλιάς των πάντων, ο άρχοντας του σύμπαντος
Μεταφράσεις επεξεργασία
παντάναξ
|
παντάναξ αρσενικό (θηλυκό: παντάνασσα)
|