πανθεϊστικά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πανθεϊστικά < πανθεϊστικός + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
πανθεϊστικά
- με πανθεϊστικό τρόπο
Μεταφράσεις επεξεργασία
πανθεϊστικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
πανθεϊστικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του πανθεϊστικός