Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

πανδημεί < αρχαία ελληνική πανδημεί < πᾶς + δῆμος + -εί

  Επίρρημα επεξεργασία

πανδημεί (τροπικό)

  Μεταφράσεις επεξεργασία