Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
παμφαγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
παμφαγί
α
οι
παμφαγί
ες
γενική
της
παμφαγί
ας
των
παμφαγι
ών
αιτιατική
την
παμφαγί
α
τις
παμφαγί
ες
κλητική
παμφαγί
α
παμφαγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
παμφαγία
<
παμ-
(
παν
) +
-φαγία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
παμφαγία
θηλυκό
το να τρώει κανείς τα πάντα (είτε φυτά / είτε κρέας)
το να είναι κανείς
αδηφάγος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
παμφαγία